"Σκοπός της αγιογραφίας είναι η αναγωγή από τα αισθητά στα νοητά, από τα υλικά στα πνευματικά και από τα εφήμερα στα αιώνια. Με την αγιογραφία όλα απεικονίζονται, όχι σαν θέαμα αλλά σαν μυστήριο."    Φώτης Κόντογλου

Gregorii Zhuravlev (Γρηγόριος Ζουράβλεφ),

ένας θαυμάσιος μαρτυρικός αγιογράφος χωρίς χέρια και πόδια!

 Gregorii ZhuravlevΟ Γρηγόριος Ζουράβλεφ γεννήθηκε χωρίς χέρια και πόδια, το 1858 στο χωριό Ουτέβκα της Σαμάρας. Η μητέρα του ήταν μια γυναίκα με φόβο Θεού και δεν πείραξε το βρέφος, αφού την εποχή εκείνη υπήρχαν άνθρωποι που σκότωναν τα ανάπηρα παιδιά. Η μητέρα του έκλαιγε για το βασανισμένο παιδί που είχε φέρει στον κόσμο. Ο θείος Ιωακείμ την προέτρεπε να τον δώσει στους τσιγγάνους: «Τι παιδί είναι αυτό χωρίς χέρια και πόδια, μόνο στόμα έχει. Να το δώσεις στους τσιγγάνους να το παίρνουν μαζί τους στην εμποροπανήγυρη να βγάζει και χρήματα». Η μητέρα του Γρηγόρη ούτε που ήθελε να ακούσει: «Πρέπει να έχει μια οικογένεια. Ο Θεός δεν θα μας εγκαταλείψει». Όταν τον βάπτισαν ο Ιερέας τους είπε: «Το φώς του Κυρίου κατέβηκε στην ψυχή αυτού του παιδιού. Ο Θεός δεν μας έδωσε το στόμα μόνο για να τρώμε, αλλά και για να κάνουμε πολλά θαυμαστά πράγματα. Αν και φαίνεται ανήμπορος με αυτό το στόμα θα σας θρέψει όλους»! Ο Γκρίσα μεγάλωσε και σε πείσμα της αναπηρίας του ήταν εύθυμος και γεμάτος ζωή. Οι άνθρωποι ήταν εντυπωσιασμένοι από το γεγονός ότι ο Γρηγόρης ποτέ δεν απελπιζόταν και του άρεσε να ψάλλει και να αστειεύεται. Ο παππούς του τον ανέβαζε στους ώμους και τον έπαιρνε κάθε Κυριακή στην Εκκλησία. Ο Γρηγόρης χαμογελαστός κοίταζε τις Εικόνες και έλεγε χαμογελώντας: «Θέλω και εγώ να το φτιάξω αυτό»! Ο παππούς του στενοχωριόνταν όταν άκουγε την αθώα φωνούλα του, τον έβαζε να προσκυνήσει τις Εικόνες και έφευγε στενοχωρημένος για το σπίτι του. Ο μικρός Γρηγόρης είχε αγαπήσει όμως τον Ιερέα και τις Εικόνες που φώτιζαν την εκκλησία.

   Όταν τον έβαζαν να καθίσει στην πλαγιά, στον καθαρό αέρα, εκείνος προς έκπληξη όλων και βοηθούμενος από μία δύναμη, κατρακυλούσε στην κατηφόρα και έφτανε μέχρι τον Οίκο του Κυρίου. Εκεί στεκόταν ώρες ολόκληρες και κοίταζε λεπτομερώς κάθε Εικόνα, κάθε μορφή Αγίου και κάθε βιβλική σκηνή που έβλεπε αγιογραφημένη στους τοίχους. Μια μέρα ο Γρηγόρης σύρθηκε με την κοιλιά του και παίρνοντας ένα ξυλαράκι άρχισε να σχεδιάζει πάνω στο χώμα. Οι ζωγραφιές του ήταν πολύ εκφραστικές και διείσδυαν στην ουσία των πραγμάτων.

Έβλεπε πράγματα που άλλοι δεν μπορούσαν να δουν.

Ο παππούς του τον πήρε στο σχολείο και εκεί με υπομονή και απίστευτη θέληση έμαθε να γράφει κρατώντας το μολύβι στα δόντια. Παρακολούθησε τα μαθήματα στο σχολείο μέχρι τον θάνατο του παππού του. Έπειτα δεν είχε ποιός να τον πάρει στο σχολείο. Επειδή όμως ήταν ο καλύτερος μαθητής, προικισμένος με ξεχωριστό ταλέντο, ο δάσκαλός του πήγε να μιλήσει γι' αυτόν στον κυβερνήτη της Σαμάρας. Έτσι ο Γρηγόρης έφτασε στο γυμνάσιο της Σαμάρας όπου ήταν από τους καλύτερους μαθητές. Επειδή είχε μια πολύ καλή ψυχή και εξαιρετικό μυαλό οι συμμαθητές του τον βοηθούσαν και του έδειχναν στοργή. Κοντά στα γυμνασιακά μαθήματα είχε την τύχη να γίνει μαθητής ενός από τους καλύτερου αγιογράφους της πόλης. Μόλις μπήκε στο εργαστήριο αγιογραφίας, η χαρακτηριστική μυρωδιά τον έκανε να αισθανθεί σαν στο σπίτι του. Η αρχή ήταν δύσκολη επειδή ο δάσκαλός του ήταν πολύ αυστηρός. Σταδιακά έμαθε την αλφαβήτα της αγιογραφίας κρατώντας το πινέλο στα δόντια. Μετά από λίγα χρόνια έφτασε η στιγμή να δώσει απολυτήριες εξετάσεις.

Έπρεπε σε λίγες ώρες να αγιογραφήσει μια περίπλοκη Εικόνα. Αυτή η μάχη με τον χρόνο ήταν τρομερά πιεστική για εκείνον. Δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά του, ενώ ο λαιμός και το σβέρκο τον πονούσαν πολύ. Μετά από τρεις ώρες τιτάνιας δουλειάς ο Γρηγόρης τελείωσε την Εικόνα. Τα κόκκινα από τον πόνο μάτια του εξέφραζαν μεγάλη ευτυχία. Ήταν ένα αληθινό αριστούργημα. Ο δάσκαλός του την ενέκρινε.

Την ίδια στιγμή ο Γρηγόρης σωριάστηκε κάτω με μυϊκούς σπασμούς. Δεν μπορούσε να βγάλει το πινέλο ανάμεσα από τα δόντια του. Χρειάστηκε να φέρουν ζεστές πετσέτες για να μπορέσουν να βγάλουν το πινέλο από το στόμα του. Η προφητεία του ιερέα κατά τη βάπτισή του άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Στα 22 του ο Γρηγόρης γύρισε στο χωριό του την Ουτέβκα, όπου άρχισε να αγιογραφεί Εικόνες κατά παραγγελία κυρίως για τους πλούσιους.

Έρχονταν άνθρωποι απ'όλη την Ρωσία και πλήρωναν πολλά χρήματα για μια Εικόνα. Έλεγαν ότι ο Γρηγόρης έχει τη χάρη του Θεού και ότι οι Εικόνες του είναι θαυματουργές, αφού χωρίς τη χάρη του Θεού δεν θα μπορούσε να ζωγραφίζει τόσο καλά με το στόμα.

Σήμερα έχουν βρεθεί Εικόνες του και εκτός Ρωσίας.

Το 1985 βρέθηκε τυχαία μια Εικόνα του στην Βοσνία.

Στην πίσω μεριά έγραφε:«Η Εικόνα αυτή αγιογραφήθηκε εξ'ολοκλήρου με το στόμα από τον χωρίς χέρια και πόδια χωριάτη Γρηγόριο Γιουράβλεφ, από το χωριό Ουτέβκα της Σαμάρας».

   Στα αρχεία της πόλης Σαμάρα υπάρχει καταγεγραμμένη από το 1884 μια αίτηση του Γρηγορίου προς τον κυβερνήτη της πόλης ο οποίος τον είχε βοηθήσει να τελειώσει τις σπουδές του.

Ζήτησε τη μεσολάβησή του για να στείλει ένα γράμμα προς τον μέλλοντα τσάρο Νικόλαο. Σε αυτό το γράμμα περιγράφει την κατάστασή του και τον τρόπο με τον οποίο ζωγραφίζει και ζητάει να του δωρίσει μια Εικόνα του Αγίου Νικολάου αγιογραφημένη από τον ίδιο. Εντυπωσιασμένος ο τσάρος Αλέξανδρος ο Γ΄τον κάλεσε στο παλάτι στην Αγία Πετρούπολη. Εκεί ο ζωγράφος έφτιαξε το πορτραίτο της οικογένειας Ρομανώφ. Ο τσάρος ήταν τόσο ενθουσιασμένος που του πρόσφερε μία μηνιαία σύνταξη 25 χρυσών ρουβλίων.

Επίσης του χάρισε μία τρόικα (ρωσικό έλκηθρο το οποίο σέρνουν τρία άλογα) για να διευκολύνεται στις μετακινήσεις του. Εκείνος όμως το δώρισε στην κοινότητα του χωριού του. Πάντα πρόσχαρος και δυνατός βοηθούσε όσο μπορούσε τους συγχωριανούς του.

Ας έλθουμε τώρα στο περιεχόμενο των εικόνων της Πεντηκοστής και ιδιαίτερα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος επί των αποστόλων. Αρχικά ας πούμε σύντομα γιατί η Κυριακή της Πεντηκοστής είναι αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα. Η αποκάλυψη του τρίτου Προσώπου της Τριάδος έγινε όταν ήλθε στον κόσμο και ειδικότερα μέσα στην Εκκλησία, την πεντηκοστή ημέρα μετά την Ανάσταση του Χριστού. Η υποστατική αυτή έλευση του Αγίου Πνεύματος αποτελεί την συνέπεια της οικονομίας του δεύτερου θείου Προσώπου: «Αυτός ούν εστί Θεός σαρκοφόρος και ημείς άνθρωποι πνευματοφόροι» λέει ο άγιος Αθανάσιος ο Μέγας(61). Η εξαγορασμένη με το αίμα του Χριστού ανθρώπινη φύση γίνεται ικανή να δεχθεί το Άγιο Πνεύμα, ικανή να πραγματώσει τον ανώτατο στόχο της κτίσης που είναι η θέωση, δηλαδή η τέλεια ένωση Θεού και ανθρώπου εν χάριτι. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού το Πνεύμα το Άγιο κατήλθε την ημέρα της Πεντηκοστής. «Διότι αυτό ήταν ο σκοπός και το τέλος όλης της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού, δια να λάβουν Πνεύμα Άγιον», λέει ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος(62). Άρα η θέωσις, «του Πνεύματος η ενέργεια (είναι)... δι' ης Τριάς γνωρίζεται»(63). Δεχόμενος τα καθαγιασμένα δώρα του Αγίου Πνεύματος ο άνθρωπος γίνεται μέτοχος της τριαδικής ζωής, γιατί η γνώση είναι κοινωνία ζωής και η πρόγευση της θέωσης είναι πρόγευση της μέλλουσας ζωής μέσα στην Αγία Τριάδα, αφού «μετά του Αγίου Πνεύματος έρχονται προς ημάς και θεωρούνται ο Υιός μετά του Πατρός», λέει ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος(64)• ή πάλι κατά την ρήση του αγίου Βασιλείου του μεγάλου «ο το Πνεύμα ελκύσας δι' αυτού και τον Υιόν και τον Πατέρα συνεφειλκύσατο...»(65) Έτσι το τριαδικό δόγμα δεν γίνεται μία αφηρημένη διδασκαλία, μία γνωστική αλήθεια μέσω ενός εγκεφαλικού συλλογισμού, κατά το παράδειγμα των αληθειών που μελετούν οι επιστήμες. Δεν πρόκειται για μια εξωτερική διδασκαλία που μας οδηγεί στην γνώση της Αγίας Τριάδος, αλλά μια ζωντανή εμπειρία της χριστιανικής ζωής, της οποίας μαρτυρίες έχουμε μέσα στην ζωή και τα έργα των Πατέρων.

Όσοι έλαβαν τον Παράκλητο την ημέρα της Πεντηκοστής, τον έλαβαν ως μέλη ενός καινού σώματος που το αίμα του Χρίστου εξαγόρασε ως Εκκλησία. Επομένως, η Εκκλησία είναι η εκπλήρωση της οικονομίας της Τριάδος, η αποκάλυψη του Πατρός μέσα στο έργο του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Είναι εικόνα της Τριάδος, ενότης εν πολλαπλότητι Υποστάσεων κατ' εικόνα της θείας τριενότητας, που η Πεντηκοστή ολοκληρώνει την σύστασή της. Γι' αυτό είναι φυσικό ως πρώτη ημέρα της εορτής (της καθόδου του Αγίου Πνεύματος), ν' αφιερώνεται στον εορτασμό της Αγίας Τριάδος• και είναι ακόμη φυσικό στην Εκκλησία μας να παίρνει η γιορτή το όνομά της ακριβώς από την Αγία Τριάδα. Η ονομασία αυτή προέρχεται από την σημασία του ίδιου του γεγονότος: Η λύτρωση του ανθρωπίνου γένους πραγματώθηκε διά της θελήσεως και της ενεργείας που είναι κοινή στα τρία θεία Πρόσωπα. Επομένως η θέωση του ανθρώπου πραγματοποιείται διά της κοινής θελήσεως και ενεργείας της Τριάδος. Την ήμερα της Πεντηκοστής η ίδια η τριαδική ζωή κατέρχεται επί της γης και γίνεται ζωή του ανθρώπου• η Τριάς, στην οποία οφείλουμε την σωτηρία και την θέωσή μας, γίνεται το θεμέλιο της εκκλησιαστικής ζωής. Το κύριο θεολογικό θέμα της εορτής είναι η αποκάλυψη του τριαδικού δόγματος και η εικόνα της Αγίας Τριάδος με την μορφή τριών Αγγέλων, πού προσκυνείται την ημέρα της Πεντηκοστής.

Η εικόνα αυτή συνδέει, για να το πούμε έτσι, την αρχή της Εκκλησίας, την Παλαιά Διαθήκη —την υπόσχεση στον Αβραάμ —, και την στιγμή που συνίσταται πλήρως η Εκκλησία της Καινής Διαθήκης. Η αρχή της θεϊκής υπόσχεσης συναντά την ολοκλήρωσή της την ημέρα της Πεντηκοστής, όπου ο άνθρωπος δέχεται την υπέρτατη αποκάλυψη του ενός τριαδικού Θεού.
Όσον αφορά στην εικόνα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος εκτίθεται την δεύτερη ημέρα, του Αγίου Πνεύματος, ημέρα αφιερωμένη στον Παράκλητο. Η εικονογραφία της παράστασης, καθώς και το περιεχόμενό της, καλύπτουν και τις δύο ημέρες της εορτής. Όπως θα δούμε, ξεπερνούν τα πλαίσια του εορταζόμενου γεγονότος όπως και η ίδια η Πεντηκοστή.

Η εικόνα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος εικονίζει πάντα δώδεκα αποστόλους, και ποτέ ο κανόνας αυτός δεν γνώρισε εξαίρεση μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Είναι προφανές ότι ο αριθμός δώδεκα των εικονιζόμενων προσώπων (ο «κόσμος» όντας σ' άλλο επίπεδο δεν μετριέται) έχει κεφαλαιώδη σημασία. Οι δώδεκα απόστολοι, όπως ξέρουμε, ανήκουν στους μόνιμους συντρόφους του Χριστού, τους εκλεγμένους από Εκείνον τον ίδιο. «Και ότε εγένετο ημέρα, προσεφώνησε τους μαθητάς αυτού και εκλεξάμενος απ' αυτών δώδεκα ους και αποστόλους ωνόμασε» (Λουκ. ς 13. Βλ. επίσης Ματθ. Ι΄1, Μαρκ. Γ΄13-14, Λουκ. Θ΄ 1).

Λίγο πριν από την Πεντηκοστή οι απόστολοι αποκαθιστούν τον αριθμό, δηλαδή την πληρότητα του κύκλου των αποστόλων, εκλέγοντας τον Ματθία (μαθητή του Χριστού ήδη από την αρχή) «λαβείν τον κλήρον της διακονίας ταύτης και αποστολής εξ ης παρέβη ο Ιούδας...» (Πραξ. Α' 25) (66). Το γεγονός αυτό μας δείχνει ότι για την Κάθοδο του Αγίου Πνεύματος ήταν απαραίτητη η πληρότητα του αποστολικού κύκλου. Δεν αρκούσε μια ομάδα ή κάποια μεμονωμένα πρόσωπα αλλά η πληρότητα: «ήσαν άπαντες ομοθυμαδόν», η σύναξη των μαρτύρων της ζωής, των θαυμάτων και της ανάστασης του Ιησού, στο μέρος που τους είχε υποδείξει: «...υμείς δε καθίσατε εν τη πόλει Ιερουσαλήμ έως ου ένδύσησθε δύναμιν εξ ύψους» (Λουκ. ΚΔ' 49). Καθώς η εντολή αυτή δόθηκε στους «εκλεγμένους αποστόλους» (Πραξ. Α' 2) και απαριθμημένους μετά την επιστροφή τους από το όρος των Ελαίων, μας φαίνεται πιο ορθό να κατανοήσουμε τα λόγια των Πράξεων (Β' 1), «ήσαν άπαντες ομοθυμαδόν», ως μία αναφορά όχι όλων των προσώπων που παρίσταντο στην σύναξη αλλά, όπως το κάνει η σλαβονική μετάφραση, των δώδεκα (με την εκλογή του Ματθία ως αποστόλου) απαριθμημένων αποστόλων του πρώτου κεφαλαίου.

Ο αριθμός δώδεκα μεταφράζει την πληρότητα της νεοδιαθηκικής Εκκλησίας του Σώματος του Χριστού, όπως και οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ αντιπροσώπευαν την πληρότητα της παλαιοδιαθηκικής Εκκλησίας - προεικόνιση της Καινής. Οφείλουμε επομένως να δούμε μέσα στην εικόνα της Πεντηκοστής αυτή την πληρότητα της Εκκλησίας που εκφράζεται συμβολικά δια του αριθμού δώδεκα.

Ο συμβολισμός των αριθμών είναι για μας τώρα νεκρό γράμμα και μοιάζει με μια μάταιη αλληγορία. Ωστόσο υπάρχει μέσα στην Εκκλησία, και δεν αποτελεί βέβαια τυχαίο γεγονός ότι ο αριθμός δώδεκα δεν παραβιάστηκε ποτέ στις ορθόδοξες εικόνες της Πεντηκοστής. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά από το να ξεπεραστεί αυτός ο συμβολισμός, γιατί η Εκκλησία δεν είναι ένα στατικό σχήμα περιορισμένο μέσα σε συγκεκριμένα όρια, αλλά είναι οργανισμός ζωντανός πού μεταβάλλεται. Για τον λόγο αυτό η πληρότητά της δεν εκφράζεται μ' ένα συγκεκριμένο αριθμό προσώπων που ήσαν παρόντα την στιγμή της καθόδου του Αγίου Πνεύματος ή ακόμα που την συνέθεταν κάποια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, αλλά μόνο συμβολικά μπορεί να εκφραστεί με τον αριθμό δώδεκα. Αυτός ο αριθμητικός συμβολισμός υπογραμμίζει ένα ουσιαστικό δογματικό στοιχείο της Πεντηκοστής - το γεγονός ότι τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος δόθηκαν σ' ολόκληρη την Εκκλησία, στο σύνολό της. Το Άγιο Πνεύμα, που έλαβε καθένα από τα παρόντα πρόσωπα με την μορφή πύρινων γλωσσών, κατήλθε σ' όλη την Εκκλησία. Το σύνολο των χαρισμάτων Του δεν δόθηκε σε μια ορισμένη ομάδα ξεχωριστών προσωπικοτήτων, που αποτελούσαν τα μέλη της Εκκλησίας την ιστορική εκείνη στιγμή, αλλά σ' ολόκληρη την επίγεια Εκκλησία, δηλαδή δια των αποστόλων σ' ολόκληρη την αποστολική Εκκλησία που απαρτιζόταν από πλήθος ανθρώπων ενωμένων δια του Πνεύματος σε σώμα Χριστού: «εν ενί Πνεύματι ημείς πάντες εις εν σώμα εβαπτίσθημεν» (Α' Κορ. ΙΒ' 13). Από την στιγμή εκείνη η Εκκλησία δέχεται την πληρότητα της ζωής της και γίνεται συγχρόνως Σώμα Χριστού και «πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφ. Α' 23) Αγίου Πνεύματος. Είναι φανερό ότι η σημασία του αριθμού δώδεκα αποκλείει κάθε προσθήκη κι άλλων προσώπων στο ίδιο επίπεδο με τους αποστόλους ή μείωση του αριθμού τους.

Η αντίληψη περί της Εκκλησίας ως σώματος, οργανισμού, προϋποθέτει μια κάποια ιεραρχία στην οργάνωσή της, μια αμοιβαία σχέση ανάμεσα στα μέλη της και στην υπηρεσία τους. Η Ορθοδοξία δεν δέχεται την διαίρεση του ενιαίου σώματος της Εκκλησίας σε Εκκλησία διδάσκουσα και Εκκλησία διδασκομένη αλλά βεβαιώνει την διάκριση ανάμεσα στα διάφορα είδη εκκλησιαστικής διακονίας «καθάπερ γαρ εν ενί σώματι μέλη πολλά έχομεν, τα δε μέλη πάντα ου την αυτήν έχει πράξιν...» το ίδιο και τα μέλη της Εκκλησίας κατά την χάρη που έλαβαν κατέχουν τα διάφορα χαρίσματα και υπηρετούν ανάλογα (Ρωμ. ΙΒ' 4 και 6).

Εικονίζοντας τους δώδεκα αποστόλους ως αποστολικό κύκλο, η εικόνα μας δείχνει όπως και με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, για τα οποία θα μιλήσουμε στην συνέχεια, σε τι αναβιβάζονται όλα τα λειτουργήματα μέσα στην Εκκλησία: ο χορός των αποστόλων πραγματοποιεί την εξουσία του Χριστού μετά την Ανάληψη, τελεί τα ιερά μυστήρια, ενδεδυμένοι την ίδια δύναμη εξ ύψους (Λουκ. ΚΔ' 48-49) και την ίδια εξουσία του δεσμείν και λύειν (Ματθ. ΙΗ' 18, Ιωάν. Κ' 23). Μ' άλλα λόγια, οι απόστολοι, που αναπαριστάνονται στην εικόνα ως αποστολικός κύκλος, αποτελούν το θεμέλιο της Εκκλησίας, την κορυφή της ιεραρχίας της• είναι εκείνοι στους οποίους ανέρχεται η διαδοχή της εξουσίας μέσα στην Εκκλησία. Αυτή είναι η ορθόδοξη ερμηνεία και δεν συγκρούεται καθόλου με το νόημα της εορτής της Πεντηκοστής. Αντίθετα, την επιβεβαιώνουν και τα αγιογραφικά αναγνώσματα• το πρώτο αναφέρεται στην εκλογή των εβδομήκοντα ανδρών-βοηθών του Μωυσή, «και συναντιλήψονται μετά σου την ορμήν του λαού και ουκ οίσεις αυτούς συ μόνος» καθώς του είπε ο Κύριος (Αριθμ. ΙΑ' 16) και το εωθινό ευαγγέλιο της Κυριακής, που επαναλαμβάνει εκείνο του Εσπερινού της πρώτης ημέρας του Πάσχα (Ιωάν. Κ' 19-23) καταλήγει: «λάβετε Πνεύμα Άγιον άν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, άν τινων κρατήτε, κεκράτηνται». Τέλος, εκείνο που είναι το πιο χαρακτηριστικό από πλευράς νοήματος είναι το Ευαγγέλιο της Δευτέρας της Πεντηκοστής, περί της σωτηρίας των ανθρώπων, της εκκλησιαστικής κρίσης, της αποστολής των ποιμένων απέναντι στο ποίμνιο, της εξουσίας του δεσμείν και λύειν (Ματθ. ΙΗ' 10-20).

Όλ' αυτά δεν μειώνουν στο ελάχιστο το κύριο χάρισμα του Αγίου Πνεύματος που δέχθηκαν την ημέρα της Πεντηκοστής, το χάρισμα της θέωσης του ανθρώπου. Ως ανθρώπινο πρόσωπο καθένας από τους αποστόλους δέχεται τον προσωπικό αγιασμό, το χάρισμα της αγιότητας, τις απαρχές της θέωσης. Πάνω σ' αυτό το θέμα ακριβώς η εικόνα τραβά την προσοχή μας κατά πρώτο λόγο δείχνοντάς μας τους αποστόλους με φωτοστέφανα και μια πύρινη γλώσσα πάνω από τον καθένα. Αλλά ως μέλος του αποστολικού κύκλου καθένας τους είναι φορέας της κοινής δύναμης και αποστολής όλων.

Εδώ βλέπουμε ότι η εικόνα λύνει ένα δύσκολο πρόβλημα. Η ακολουθία της εορτής, όταν μιλά για τους αποστόλους, δεν αναφέρει πουθενά τον αριθμό τους, τον στενό κύκλο των δώδεκα. Μιλά γενικά για αποστόλους έχοντας χωρίς αμφιβολία υπ' όψιν τους εβδομήκοντα, που έλαβαν επίσης το Άγιο Πνεύμα, την ίδια ημέρα της Πεντηκοστής: «Γλώσσαις αλλογενών εκαινούργησας, Χριστέ, τους σους Μαθητάς, ακούμε, ίνα δι' αυτών σε κηρύξωσι...»(67). (Δεν αναφέρεται μόνο στους δώδεκα αλλά στους μαθητές Του γενικά) (68). Πώς η εικόνα λύνει αυτό το πρόβλημα; Όπως και η ακολουθία, δεν περιορίζει τον αποστολικό κύκλο στους απαριθμημένους αποστόλους των Πράξεων προσθέτει τρία πρόσωπα, που, όπως είδαμε, δεν συγκαταλέγονται στον κύκλο των δώδεκα: είναι ο απόστολος Παύλος και οι δύο ευαγγελιστές, Μάρκος και Λουκάς. Την ίδια στιγμή καταργεί τρεις απόστολους αντικαθιστώντας τους μ' άλλους(69). Ο αποστολικός κύκλος διευρύνεται με τον τρόπο αυτό, και συγχρόνως ο σταθερός αριθμός, ορισθείς από τον Θεό, που εξέφραζε την πληρότητα της Εκκλησίας, δεν αλλάζει, αλλά παραμένει πάντα δώδεκα. Η παρουσία του αποστόλου Παύλου μπορεί να ερμηνευθεί από την σημασία που του αποδίδεται ως ενός από τους έξοχους και δυναμικούς αποστόλους καθώς και η παρουσία των ευαγγελιστών Μάρκου και Λουκά από την ευαγγελική τους ιδιότητα. Πράγματι η εικόνα προβάλλει τα πρόσωπα λόγω της θέσης τους μέσα στην Εκκλησία, ωστόσο δεν εξηγεί την αντικατάσταση, εν προκειμένω, των τριών εκλεγμένων από τον ίδιο τον Χριστό αποστόλων. Πιστεύουμε ότι πρέπει ν' αναζητήσουμε την εξήγηση στα αναγνώσματα της εορτής για τα οποία ήδη μιλήσαμε. Κάθε απόστολος έλαβε την εξουσία του δεσμείν και λύειν τις αμαρτίες• αυτό δεν το έλαβε προσωπικά, ξέχωρα από τους άλλους άλλα ως μέλος του αποστολικού κύκλου• «αναστάς εν μέσω των μαθητών είπεν...». Ο αριθμός των παρόντων αποστόλων δεν σημειώνεται ούτε από τον Ματθαίο (ΙΗ' 18) ούτε από τον Ιωάννη (Κ' 19-20)• γνωρίζουμε όμως ότι ο απόστολος Θωμάς ήταν απών. Ούτε η πληρότητα του αποστολικού κύκλου ούτε η πλειονότητα προϋποθέτουν αυτή την εξουσία, η οποία και δεν περιορίζεται στον κύκλο των δώδεκα εκλεγμένων από τον Χριστό αποστόλων αλλά επεκτείνεται και στους άλλους αποστόλους (τους εβδομήκοντα) καθώς και στους διαδόχους τους(70). Η παρουσία του αποστόλου Παύλου και των ευαγγελιστών Μάρκου και Λουκά μπορούν να ερμηνευθούν ως μία ένδειξη της επέκτασης της αποστολικής εξουσίας κι εκτός του κύκλου των δώδεκα (ο Παύλος έλαβε το χάρισμα του Αγίου Πνεύματος δια της επιθέσεως των χειρών από τον απόστολο Ανανία, έναν από τους εβδομήκοντα (Πράξ. Θ' 17).

Το χάρισμα του Αγίου Πνεύματος είναι η αρχή της πραγματοποίησης της αποστολής των αποστόλων μέσα στην Εκκλησία. Αμέσως μετά την κάθοδο του Παρακλήτου αρχίζουν την αποστολή τους και πάνω απ' όλα το κήρυγμα. Εκείνο που μας δείχνει η εικόνα δεν είναι αυτή ή η άλλη στιγμή του κηρύγματος ούτε και το πρώτο κήρυγμα του Πέτρου, αλλά η γνώση και επιστήμη που η κάθοδος του Πνεύματος παρέσχε στους αποστόλους και δι' αυτών στην Εκκλησία μέχρι το τέλος των καιρών. Είναι το μυστήριο της Τριάδος και της θεανθρωπότητας. Οι απόστολοι κρατούν στα χέρια τους ειλητάρια, που συμβολίζουν το κήρυγμα, και οι ευαγγελιστές τα Ευαγγέλια - αν και την στιγμή εκείνη δεν είχαν γραφεί ακόμα. Όλ' αυτά αντιπροσωπεύουν την εκπλήρωση της υπόσχεσης του Χριστού σχετικά με την διδασκαλία δια του Αγίου Πνεύματος: «ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον, ο πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματι μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν» (Ιωάν. ΙΔ' 26). Είναι τα προϊόντα αυτής της διδαχής και της υπομνήσεως. Το Ευαγγέλιο είναι μια εικόνα του Θεανθρώπου Χριστού που μεταδόθηκε από τους μάρτυρες της ζωής Του. Διά της Πεντηκοστής αυτή η μαρτυρία έγινε ο Λόγος του Θεού που φωτίζει τις άκρες της γης. «Αλλά λήψεσθε δύναμιν επελθόντος του Αγίου Πνεύματος εφ' υμάς και έσεσθέ μοι μάρτυρες... έως εσχάτου της γης» (Πράξ. Α' 8). Η εξουσία της τέλεσης των μυστηρίων συνδέεται στενά με την διδασκαλία. Οι ευαγγελιστές Μάρκος και Λουκάς εικονίζονται εδώ ανάμεσα στους δώδεκα αντικαθιστώντας δύο άλλους: κι αυτό γιατί αποτελούν τους δύο κατ' εξοχήν αγγελιοφόρους του Λόγου του Θεού• όπως οι άλλοι δύο ευαγγελιστές, ανήκουν στον καθαρά αποστολικό κύκλο, όντας με τον τρόπο αυτό φορείς και μάρτυρες της πλήρωσης της υπόσχεσης του Θεού.

Την Δευτέρα της Πεντηκοστής λοιπόν εορτάζουμε τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και κατά συνέπεια την εορτή της Εκκλησίας. Είναι εντυπωσιακό ότι το προκείμενο της Πεντηκοστής είναι των αποστόλων - «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών» - ενώ το προκείμενο της επομένης είναι καθαρά εκκλησιολογικό: «Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου, και ευλόγησαν την κληρονομίαν Σου»• κληρονομία είναι η Εκκλησία, η μία, αγία, καθολική και αποστολική, που κρατά αμετάβλητα και αδιάλειπτα την διαδοχή, την διδασκαλία και τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος• τα χαρίσματα αυτά δέχθηκε η Εκκλησία από εκείνους που βρίσκονται στην κορυφή του κύκλου των δώδεκα - θεμελίου της Εκκλησίας.

Σύμφωνα με το περιεχόμενο της ορθόδοξης εικόνας της Πεντηκοστής, στον αποστολικό κύκλο δεν προΐσταται κανείς. Εξετάζοντας αυτό το εικονογραφικό χαρακτηριστικό, μέσα στην ιστορική του εξέλιξη, πρέπει να συμπεράνουμε ότι η θέση στην κεφαλή του κύκλου ήταν γενικά αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα, η οποία, όπως είδαμε, παρουσιαζόταν συμβολικά (κυρίως μέσα στις μικρογραφίες, τα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες) με την μορφή ενός θρόνου, ενός βιβλίου και μιας περιστεράς. Την εικόνιζαν είτε στο ίδιο επίπεδο με τους αποστόλους (όπως στο ψαλτήρι του Χλουντώφ) είτε από πάνω (όπως στον κώδικα του αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και στα ψηφιδωτά). Ο συμβολισμός αυτός απουσιάζει από τις φορητές εικόνες• αυτό όμως δεν ελαττώνει ούτε αλλοιώνει σε τίποτα την σημασία της παράστασης• αν και δεν εικονίζεται η Αγία Τριάς, η εικόνα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος αποτελεί μια τριαδική εικόνα(71).

Μ' αυτό τον τρόπο η ορθόδοξη Εκκλησία ερμηνεύει την εικόνα αυτή, καθώς και την ακολουθία αγιασμού των εικόνων, συγκεκριμένα της εικόνας της Αγίας Τριάδος που φέρει τον τίτλο: «Ακολουθία του Αγιασμού της εικόνας της Υπεραγίας και Ζωοδότου Τριάδος υπό την μορφήν τριών αγγέλων ή των Θεοφανείων ή της Μεταμορφώσεως ή της Καθόδου του Αγίου Πνεύματος». Με την εικόνα που αποκαλείται παλαιοδιαθηκική Τριάς έχουμε τρεις νεοδιαθηκικές εικόνες της Τριάδος, εκ των οποίων η μία είναι της Πεντηκοστής. Ό αγιασμός των τεσσάρων αυτών εικόνων συμπεριλαμβάνει το στιχηρό της Πεντηκοστής(72): «Δεύτε λαοί την τρισυπόστατον Θεότητα προσκυνήσωμεν...».
Η Πεντηκοστή είναι πάνω απ' όλα πνευματική γέννηση του ανθρώπου εν Αγίω Πνεύματι. «Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να γίνει ο άνθρωπος Θεός». Κατά την ενανθρώπηση ο Θεός γεννάται μέσα στην σάρκα, γίνεται άνθρωπος. Από την Πεντηκοστή κι ύστερα ο άνθρωπος δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος μπορεί να θεωθεί. Διά του Αγίου Πνεύματος «ο Θεός Λόγος του Πατρός εμβαίνει και εις ημάς», λέει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, «καθώς και εις την κοιλίαν της Αειπαρθένου, τον οποίον τον δεχόμεθα διδασκόμενοι την ευσέβειαν και ευρίσκεται μέσα εις ημάς, ωσάν σπόρος... και ημείς συλλαμβάνομεν αυτόν όχι σωματικώς, καθώς συνέλαβεν αυτόν η Παρθένος και Θεοτόκος Μαρία, αλλά πνευματικώς μεν, ουσιωδώς δε»(94). Μιλώντας στην συνέχεια για την πνευματική γέννηση του ανθρώπου ο άγιος Συμεών υπογραμμίζει την διαφορά από την εν σαρκί γέννηση του Χριστού: «Ότι άλλη είναι η ένσαρκος γέννησις του Θεού Λόγου όπου εγινεν από την Θεοτόκον και άλλη εκείνη όπου γίνεται πνευματικώς από ημάς. Διατί η σαρκική γέννησις, όπου εγέννησε τον Υιόν και Λόγον του Θεού όπου εσαρκώθη, εγέννησε το μυστήριον της αναπλάσεως του ανθρωπίνου γένους, και την σωτηρίαν όλου του κόσμου, όπου είναι ο Κύριος ημών και Θεός Ιησούς Χριστός, όπου ένωσε με τον εαυτόν του τα χωρισμένα, ήγουν τον Θεόν και τον άνθρωπον, και εβάστασε την αμαρτίαν του κόσμου. Αυτή δε η πνευματική γέννησις όπου γεννά πάντοτε με την χάριν του Αγίου Πνεύματος τον Λόγον της γνώσεως του Θεού εις τας καρδίας μας, τελειώνει το μυστήριον της ανακαινουργώσεως των ανθρωπίνων ψυχών και κάμνει την κοινωνίαν και ένωσιν ημών με τον Υιόν και Λόγον του Θεού και Θεόν»(95). Η κατά χάριν «μητρότης» είναι επομένως ένα καθήκον προορισμένο για κάθε άνθρωπο. Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια η Θεοτόκος είναι ένα ανθρώπινο ον μοναδικό και ξεχωριστό. Κατά την Πεντηκοστή το Άγιο Πνεύμα δίδεται σ' Εκείνην, στο Πρόσωπό Της, για να καταστεί το μέσον της θεώσεώς Της• ο δρόμος όμως της ένωσής Της με τον Χριστό είναι δρόμος μοναδικός, γιατί, θα πει ο άγιος Συμεών, «ότι ανίσως εκείνη τον εγέννησε σωματικώς, όμως βεβαιότατα τον είχεν όλον και πνευματικώς μέσα της, και τον έχει και τώρα και πάντοτε ομοίως αχώριστον»(96). Για τον λόγο αυτό κανένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα δεν μπορεί να τοποθετηθεί στην ίδια θέση, όποια κι αν είναι η αγιότητά του, ακόμα και η αποστολική του αγιότητα. Επομένως η εικόνα της Πεντηκοστής είναι μια εικόνα της Εκκλησίας με τα μυστήρια της, την διδασκαλία της, τους θεσμούς της, την αγιότητα της, δηλαδή τις δομές που η Εκκλησία μας προτείνει.




Σημειώσεις

60. Θυμίζουμε ότι πολλά λειτουργικά κείμενα της Πεντηκοστής γράφτηκαν τον Η' αιώνα από τον μεγάλο θεολόγο άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, υπερασπιστή των εικόνων και έχοντα ιδιαίτερο λόγο προσκύνησης της Θεοτόκου.

61. «Περί ενσαρκώσεως και κατά αρειανών» 8, Ελ. Πατρ. 26, 996C, αναφέρεται από τον V.Lossky, ‘Η μυστική θεολογία’... στο ίδιο, ελλ. μετάφρ., σελ. 211.

62. Λόγος 38, §1, ‘Έργα’, Μόσχα 1892, σελ. 317 (ρωσικά).

63. Τροπάριο της Ζ' ωδής, του κανόνα της Πεντηκοστής. Βλέπε επίσης στις ευχές της γονυκλισίας την ίδια ημέρα.

64. Λόγος 45 §9, ‘Έργα’, στο ίδιο, σελ. 396 (ρωσικά).

65. ‘Έργα, τόμ. 6, σελ. 83. Αναφέρεται από τον πρωτοπρεσβύτερο Κ. Κωνσταντινώφ: «Η ημέρα της Αγίας Τριάδος» Εφημ. του Πατριαρχείου της Μόσχας, Νο 7, 1958, σελ. 56 (ρωσικά). Πρβλ. Ελ. Πατρ. 32, 332 C.

66. Ο μυστηριώδης αριθμός 12 διατρέχει γενικά τόσο την Παλαιά όσο και την Καινή Διαθήκη συμπεριλαμβανομένης και της Αποκαλύψεως. Κατά το όραμα του αγίου Ιωάννου το τείχος της ουράνιας Ιερουσαλήμ έχει δώδεκα θεμελίους «και έπ' αυτών δώδεκα ονόματα των δώδεκα αποστόλων του αρνίου» (Πραξ. ΚΑ' 14).

67. Στιχηρό του Μ. Εσπερινού.

68. Το κείμενο των Πράξεων, κεφ. Β', στίχ.14, που σημειώνει τον αριθμό των αποστόλων («Σταθείς δε Πέτρος συν τοις ένδεκα...») δεν συμπεριελήφθη στα αναγνώσματα της εορτής, όπως κι εκείνο που μιλά για την Θεοτόκο.

69. Μια ανάλογη κατάσταση βλέπουμε στην εορτή της «Συνάξεως των Δώδεκα αποστόλων» 30 Ιουνίου, όπου επίσης ο άγιος Ματθίας αντικαθίσταται στον κύκλο των δώδεκα αποστόλων από τον απόστολο Παύλο. Στην Παλαιά Διαθήκη οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ αντιστοιχούν στον αριθμό των υιών του Ιακώβ. Δύο όμως, ανάμεσά τους, (ο Λεβί και ο Ιωσήφ) εξαιρούνται• ο αριθμός δώδεκα συμπληρώνεται από τους υιούς του Ιωσήφ, τον Μανασσή και Εφραίμ (Αριθμ. Α' 6-15 και 47, Γεν. ΜΗ' 5).

70. Θυμίζουμε ότι το τροπάριο και το Κοντάκιο της Πεντηκοστής ψάλλονται κατά την χειροτονία του νέου επισκόπου.

71. Η θέση στην κεφαλή του αποστολικού κύκλου μπορεί να ερμηνευθεί ως θέση της κεφαλής της Εκκλησίας αόρατης μετά την ανάληψή Της. Μερικά κείμενα της εορτής επιτρέπουν μια παρόμοια ερμηνεία, ιδιαίτερα το Ευαγγέλιο της Δευτέρας μετά την Πεντηκοστή. Μιλώντας αυτό για τις διάφορες πλευρές του αποστολικού λειτουργήματος καταλήγει με τα επόμενα λόγια του Χριστού: «ου γαρ είσι δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών» (Ματθ. ΙΗ 20).

72. Ιδιόμελο του Στίχου, Δόξα και νυν.

94. Λόγος Τεσσαρακοστός Πέμπτος, στο ίδιο, σελ. 221.

95. Στο ίδιο, σελ. 222.

96. Στο ίδιο, σελ. 223.

Για μας τους ΄Έλληνες υπάρχει ζωντανή και η άλλη πλευρά: Η Βυζαντινή παράδοση . Εκείνη ακριβώς που ονειδίζεται, λοιδορείται από τους "νέους" σαν τον Σαβέττα ή τον Τζιότο. Στην βυζαντινή ζωγραφική δεν θα συναντήσουμε τα νατουραλιστικά στοιχεία που παρατηρήσαμε στην Ιταλική Πρωτο-Αναγέννηση και ακόμη λιγότερο τις αισθησιακές προεκτάσεις της . Ακόμη και η αφηγηματικότης είναι περιορισμένη στο ελάχιστον. Δεν υπάρχουν εγκόσμιοι άγιο, ούτε εγκόσμιες πράξεις ή σκηνές, ούτε προσωπογραφίες, ιδιωτικές κατοικίες, παλάτια μεγιστάνων, πόλεις, αρχιτεκτονικά τοπία, ερείπια και φυτά με τα οποία βρίθει η Ιταλική Αναγέννησις. Αν φαίνεται κάπου ένα κτήριο είναι πάντοτε το ίδιο συμβατικό σχήμα με την ίδια πάντα ανεστραμμένη προοπτική, με το ίδιο πάντα απλωμένο παραπέτασμα. Αν αναπαριστώνται βράχοι παίρνουν μορφή υπερκαθημένων , τραπεζοειδών και πολυεδρικών στερεών που αγνοούν την προοπτική του τόνου και του χρώματος. 

Ουσιαστικά η "φύσις" δεν υπάρχει. Το φόντο είναι ουδέτερο, χρυσό ή μονόχρωμο. Αν πρόκειται για δάσος, ένα δένδρο αρκεί. Έτσι, ποτέ δεν θα μας δώσει ο βυζαντινός τεχνίτης ένα ρομαντικό τοπίο όπως του Κλώντ ή του Πουσσέν. Και όμως στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας, στο ψηφιδωτό εκείνο όπου ο Χριστός προσεύχεται μόνος επί του Όρους Ελαιών, υπάρχουν βράχοι εξαίσιοι, "αληθινοί" και αγκάθια τόσο ξερά και μυρωδάτα που σε κάνουν να απορείς και να αναλογιστείς τι άρα γε θα έκαναν, τι θαύματα, αν οι βυζαντινοί τεχνίται επέτρεπαν στον εαυτό τους την αναπαράσταση της φύσεως. Άλλ' ούτε οι ίδιοι το επέτρεπαν στον εαυτό τους ούτε η εκκλησιαστική εξουσία. Άλλες είναι οι επιδιώξεις της βυζαντινής τέχνης. Άλλος ο προορισμός της. Η βυζαντινή τέχνη είναι μοναδική και άφθαστη στο ότι επινόησε σχήματα ταυτόσημα με σύμβολα υπερβατικά των αχράντων μυστηρίων, λειτουργικούς αίνους που βασίζονται σε μίαν υπερκόσμια γεωμετρία, κατοπτρισμούς ουρανίων ενοράσεων, νοητά αρχέτυπα – κάτι σαν άλλου είδους Ινδικά ή Θιβετιανά "μάνταλα". Δεν υπάρχει τέχνη πιο αυστηρή. Κοιτάζοντας την περίτεχνη αλληλουχία, διαβάθμιση και αλληλοεξάρτηση των σχημάτων, άγεται κανείς στο συμπέρασμα ότι πρόκειται περί τέχνης που εφ ήρμοσε την άτεγκτη αναγκαιότητα της μηχανικής επιστήμης στην έκφραση του θρησκευτικού συναισθήματος. Δεν υπάρχει εδώ ο λυρισμός του Σασσέτα ούτε αισθηματολογία ούτε καν αίσθημα, αλλά μία κρύα, παγερή κατασκευή που δεν επιδέχεται ούτε προσθήκη ούτε τελειοποίηση. Αν τελειοποιηθεί θα αλλάξει αναγκαστικά είδος και θα προσλάβει άλλη μορφή. Τα πάντα έχουν τυποποιηθεί. Τα σχήματα, τα φώτα, τα ημιτόνια, οι σκιές. Στην βάση υπάρχει η γραμμική-γεωμετρική σύνθεσις που συνεχώς θυμίζει τον μαθηματικό γνώμονα. Κάθε σχήμα εντάσσεται και προέρχεται από τα προηγούμενα. Είναι ένας Αριστοτελικός συλλογισμός, μία αλγεβρική εξίσωσις αλάνθαστη. Ο καλλιτέχνης δεν υπάρχει. Έχει αφομοιωθεί με την απόδοση μιας οντότητας που τον απορροφά και τον εξουθενώνει ολοκληρωτικά. Τα υπερφυσικά όντα που εικονίζει έχουν την πληρότητα και την στιλπνότητα του ατσαλιού. Η σοφή τοποθέτησις των τριγωνικών ή γωνιακών φώτων, οι λεπτότατες γραμμικές ψιμυθιές, οι γραμμικές σκιές και όλος ο ρυθμός της αφηρημένης αυτής φωτοσκιάσεως μεταμορφώνει τα όντα τούτα σε κινητές πανοπλίες που αντανακλούν ή απορροφούν το φως με τις ακμές και τις υπερ-λείες τους επιφάνειες. Οι στάσεις τους είναι μετωπικές και ιεραρχικές, τα πρόσωπα με υποτυπώδη έκφραση, αυστηρή και κάποτε, σχεδόν βλοσυρή, οι πτυχώσεις σχεδιασμένες με ευθείες γραμμές και λιγοστές καμπύλες προσεκτικά ζυγισμένες, έτσι που δίνουν την εντύπωση σαν να είναι τραβηγμένες με τον χάρακα. Τεντωμένες σαν την νευρή του δοξαριού, σαν υποτείνουσες τριγώνων, σαν χορδές κύκλων, σαν παραβολές και υπερβολές, γραμμένες, χαραγμένες, καρφωμένες στην σανίδα ή το σοβά, έτσι, που να μη μπορούν να ξεφύγουν, να χαλαρώσουν, να ξετεντωθούν, να λυγίσουν και να μαραθούν.

Είναι μία νοητή κατασκευή που έχει όγκο , αλλά ελάχιστο όγκο, που καταλαμβάνει τον τρισδιάστατο χώρο, αλλά τον καταλαμβάνει μόλις. Ποιος κατ' αρχήν εφεύρε και επινόησε το στυλ αυτό της ζωγραφικής είναι άγνωστον, αλλά κάποιος σοφός και ιδιόμορφος και τολμηρός τεχνίτης πρέπει να συνέθεσε τα ιδιάζοντα τούτα στοιχεία. Δεν είναι δυνατόν να εγεννήθηκαν σποραδικά και τυχαία και συν τω χρόνω. Η αφετηρία βεβαίως βρίσκεται όπως ξέρουμε στην ελληνιστική τέχνη της παρακμής κυρίως. Πράγματι, η βυζαντινή τεχνοτροπία έχει διαφυλάξει πιστά το μάθημα της ελληνιστικής εποχής. Κάτω από την αυστηρή, την άτεγκτη και σκληρή παρουσία της, βρίσκεις, αν σκάψεις, όλη τη γνώση των επιπέδων, αξόνων, συνθέσεων, φωτοσκιάσεων καθώς και της αναγλυφικότητος κατά το σύστημα της αρχαίας. Αλλά από την ελληνιστική τέχνη κάποιοι διανοούμενοι και δαιμόνιοι πρωτομάστορες διεμόρφωσαν πρώτοι, καθώς υποπτεύομαι, άγνωστον πότε, αλλά ίσως κατά τον 3ο μ. Χ. αιώνα τον απόκοσμο τούτο βυζαντινό ρυθμό. Δεν αρκέστηκαν να υιοθετήσουν την γνώση του χρώματος, την κλασσική γραμμή, την έννοια της συνθέσεως. Πήραν και κάποιες νοητές αρχές που ανάγονται σε δύο πηγές: Αφ' ενός, στα επιστημονικά επιτεύγματα του μαθηματικού γεωμέτρου ΄Ηρωνος , όπως είναι τα "πνευματικά" και η "Κατοπτρική". Αφ' ετέρου, στις μεταφυσικές και αισθητικές θεωρίες του Πλωτίνου, και μέσω αυτού της θεωρίας των ιδεών του Πλάτωνος.

Το βαθύ αυτό και ολοκληρωμένο σύστημα γνώσεων, το φυλαγμένο μέσα της, η βυζαντινή τέχνη το μετέδωσε ολόγυρα, σε πάμπολλες άλλες τέχνες, πρωτίστως δε στην νηπιακή τέχνη της Δύσεως. Αν λοιπόν εσυκοφαντήθη ως βάρβαρος είναι μόνο από όσους δεν αντελήφθησαν τι περιείχε πέραν από την ξηρότητα και αυστηρότητά της καθώς και τι προσέφερε. Ουσιαστικώς προσ έφερε τα πάντα. Ήταν η τέχνη η διδάσκαλος, όπως θα έλεγε ο Καβάφης: "Εις κάθε λόγον, εις κάθε έργον η πιο σοφή". Δυστυχώς υπάρχουν ακόμη στην Δύση πολλά εγχειρίδια και ιστορίαι της τέχνης ή του σχεδίου που αγνοούν και παραλείπουν τις αρχές τούτες της βυζαντινής παιδείας και παρουσιάζουν ως εκ τούτου μία παραμόρφωση της πραγματικότητας ξεκινώντας αυθαίρετα από την Τέχνη της Φλωρεντίας με τον Ντούτσιο, τον Ορκάνια, και τέλος τον Τζιότο.

Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας

Συνέντευξη με τον κ. Γ. Κόρδη, αγιογράφο

O κ. Γιώργος Κόρδης έχει σπουδάσει Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ παράλληλα έκανε ελεύθερες σπουδές ζωγραφικής και βυζαντινής αγιογραφίας. Συνέχισε τις σπουδές του (ζωγραφική, νωπογραφία και ψηφιδωτό) στην Βοστόνη και στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα χαρακτικής. Μελέτησε συστηματικά την ιστορία και την αισθητική της βυζαντινής ζωγραφικής και από το 1991 είναι διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με διδακτορική διατριβή για τη σχέση μορφής και εικόνας. Σήμερα ασχολείται με την ζωγραφική, την εικονογράφηση βιβλίων και την εκτέλεση μνημειακών έργων (Ι.Μ. Δοχειαρείου Αγ. Όρους. κ.α.). Έχει δημοσιεύσει κείμενα για τη θεολογία και την τέχνη της εικόνας, ενώ από το 1990 ασχολείται και με τη διδασκαλία της βυζαντινής αγιογραφίας.

Χ.Φ.Ε.: Κύριε Κόρδη, σχεδόν όλοι οι αγιογράφοι σήμερα δεν δημιουργούν νέα έργα, αλλά μόνο αντιγράφουν. Αυτό πιστεύετε στηρίζεται σε μία, ας πούμε, θεολογική βάση ή οφείλεται στη δημιουργική ανεπάρκεια των αγιογράφων;
Γ. Κόρδης: Είναι και τα δύο και ίσως και πολλοί άλλοι λόγοι. Αφενός μεν οι σύγχρονοι αγιογράφοι δεν μπορούν να δημιουργήσουν. Για πάρα πολλούς λόγους. Είτε γιατί δεν έχουν τέτοια ικανότητα, είτε γιατί δεν έχουν σπουδάσει σωστά. Δεν μπορούν επομένως να φτιάξουν εικόνες που να είναι μέσα στη βυζαντινή παράδοση αλλά να είναι ταυτόχρονα και έργο δικό τους.
Υπάρχουν όμως και λόγοι θεολογικοί, με την έννοια ότι υπάρχει σήμερα μία ερμηνευτική προσέγγιση στα περί της εικόνας, που δεν ευνοεί αυτή τη δημιουργική στάση απέναντι στην παράδοση. Δηλαδή, ερμηνεύουμε με τέτοιο τρόπο την εικόνα, ώστε να αποκλείουμε σχεδόν κάθε δημιουργία. Είναι βέβαια ένα τεράστιο θέμα, αλλά γενικότερα έχει να κάνει με το εξής: Φορτίζουμε την τεχνοτροπία των εικόνων ως προς την τελευταία λεπτομέρεια με κάποιο θεολογικό σημαινόμενο, κάτι το οποίο αποκλείει την πιθανότητα αυτό να το αλλάξεις, να προτείνεις μιαν άλλη λύση.
Για παράδειγμα, ας πούμε ότι τα μεγάλα αυτιά είναι μεγάλα για να ακούνε τις βουλές του Κυρίου. Αυτό σημαίνει ότι, από τη στιγμή που το στοιχείο αυτό είναι θεολογικά φορτισμένο, δεν μπορείς εσύ να φτιάξεις μικρά ή μικρότερα αυτιά. Άρα αποκλείεται οποιαδήποτε δημιουργική σχέση και τυποποιείται ολοένα και περισσότερο η βυζαντινή παράδοση. Και αυτό ισχύει σε όλο το φάσμα των εικαστικών στοιχείων της εικόνας.
Όλη η εικόνα έχει φορτιστεί, μέχρι και το τελευταίο κλαδάκι που θα δεις σε μία σύνθεση. Βέβαια, υπάρχει η θεολογική σημαντική των εικόνων και κανείς δεν μπορεί να την αρνηθεί, αλλά σίγουρα αυτή δεν αφορά τα πάντα και όλα τα στοιχεία της εικόνας. Γι’ αυτό ακριβώς σήμερα έχουμε φτάσει σε μία αδιέξοδη σχέση με την βυζαντινή εικόνα. Να μην επιτρέπεται δηλαδή, σχεδόν ούτε καν θεωρητικά, να προσθέσει ή να αφαιρέσει κανένας κάτι, να βάλει ένα χρώμα λίγο διαφοροποιημένο, ή να κάνει κάποια σχεδιαστική πρόταση.

Χ.Φ.Ε.: Αυτό όμως δεν είναι πλέον μια μορφή στασιμότητας; Γιατί υπάρχει αυτή η κατάσταση, αντίθετα από παλιότερα, όπου η εικόνα εξελισσόταν, είχαμε συνεχώς νέες σχολές, κλπ.;
Γ. Κόρδης: Είναι στασιμότητα. Θα έλεγα όμως ότι στο κλίμα της ελλαδικής εκκλησίας είναι αρκετά καλά τα πράγματα. Υπάρχουν πιο σφιχτές καταστάσεις. Για παράδειγμα, στην εκκλησία της Κύπρου έχει συσταθεί και ειδική επιτροπή η οποία ελέγχει ποιες εικόνες είναι βυζαντινές ή όχι. Σ’ εμάς δεν υπάρχει ευτυχώς κάτι τέτοιο, όπως και δεν υπήρξε ποτέ. Εάν υπήρχε μια τέτοια επιτροπή τον 15ο αιώνα, θα «κόβανε» τον Θεοφάνη, ο οποίος σε σχέση με τον προϋπάρχοντα Πανσέληνο ήταν θα λέγαμε καινοτόμος, δεν ήταν αρκετά “βυζαντινός” με βάση τα δεδομένα της εποχής του. Εδώ δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, κι αυτό είναι παρήγορο.

Χ.Φ.Ε.: Το πρόβλημα είναι όμως μόνο στην ερμηνευτική θεώρηση ή αφορά και την παραδοχή του κόσμου; Αν έστω “επιτρεπόταν” να ζωγραφιστεί κάτι νεωτεριστικό, νομίζετε ότι ο κόσμος θα το δεχόταν;
Γ. Κόρδης: Όχι. Δεν θα το δεχόταν, και καλά θα έκανε να μην το δεχθεί. Εδώ πια τίθεται το θέμα του πώς γινόταν η πορεία. Με ποιες προϋποθέσεις περπάτησε η βυζαντινή τεχνοτροπία και με ποιες μπορεί να περπατήσει. Σίγουρα αυτή η πορεία, για να είναι πορεία, ποτέ δεν περιφρόνησε το εκκλησιαστικό σώμα. Δηλαδή η πορεία δεν ήταν ποτέ αλματώδης.
Δε έγιναν ποτέ τόσο μεγάλα άλματα ώστε να ξενίζουν ή να δημιουργούν ένα σεισμό στο πλήρωμα της εκκλησίας. Γι’ αυτό και ποτέ μα ποτέ δεν έχουμε διαμάχες, τουλάχιστον μετά τον 10ο αιώνα, που να αφορούν τέτοιο ζήτημα, δηλαδή τεχνοτροπικό ζήτημα των εικόνων. Αυτό σημαίνει ότι όλη η πορεία της τέχνης περπάταγε με τέτοιο τρόπο που δεν δημιουργούσε σκάνδαλο στους πιστούς.
Δεν υπάρχει καμία καταγεγραμμένη μαρτυρία ότι αντέδρασε ο κόσμος όταν εμφανίστηκε πχ. η παλαιολόγεια τεχνοτροπία σε σχέση με των Κομνηνών, ή αργότερα. Πράγμα που σημαίνει ότι υπήρξε μια φυσιολογική πορεία.

Χ.Φ.Ε.: Πού οφείλεται αυτό; Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει μια ανάλογη πορεία και σήμερα;
Γ. Κόρδης: Κατά την προσωπική μου γνώμη, δεν μπορεί γιατί δεν έχουμε εμείς οι ίδιοι σωστή και φυσιολογική σχέση με την εκκλησία. Έχουμε κληρονομήσει έναν τύπο, που είναι η βυζαντινή τεχνοτροπία. Είναι ένας τύπος, είναι μια γλώσσα. Επειδή δεν ζούμε το πράγμα, φοβόμαστε ότι, αν αλλάξουμε λίγο τη γλώσσα, θα χάσουμε το πράγμα. Ενώ, αν είχαμε το πράγμα, δεν θα φοβόμασταν να προχωρήσουμε τη γλώσσα μας. Κάτι το οποίο γινόταν πάντοτε στη ζωή της εκκλησίας.
Η Εκκλησία έχοντας την αλήθεια ζούσε την αλήθεια, και γι’ αυτό δεν φοβόταν να την πει έτσι κι αλλιώς κι αλλιώτικα. Λοιπόν το κύριο πρόβλημά μας είναι αυτό. Έχοντας μικρή ή και καμία σχέση με την αλήθεια γινόμαστε τυπολάτρες. Λατρεύουμε τη γλώσσα που εκφράζει την αλήθεια. Και γι’ αυτό ακριβώς είμαστε φοβισμένοι, δειλοί, σε βαθμό ακατανόητο.
Ενώ βλέπουμε στην περίοδο της τουρκοκρατίας, όπου θα περίμενε κανείς μια Εκκλησία υπόδουλη και με λιγότερη μόρφωση, να τολμώνται πράγματα που σήμερα δεν διανοούμεθα να τολμήσουμε. Και δεν ήταν τόλμη αυτό, ήταν φυσιολογικό πράγμα.
Εμείς το βλέπουμε σήμερα τολμηρό. Για εκείνους ήταν μια φυσιολογική διαδικασία, γιατί οι άνθρωποι είχαν την πίστη τους. Πίστευαν ότι η Εκκλησία τους είναι ορθόδοξη, ότι έχει το Άγιο Πνεύμα, ενώ εμείς φθάνουμε μερικές φορές να πιστεύουμε σήμερα ότι δεν έχουμε το Άγιο Πνεύμα. Και φοβόμαστε ότι αν απλώς αλλάξουμε μια κεραία κάπου, ή αν αλλάξουμε λίγο το χρώμα, θα χάσουμε την αλήθεια. Μα δεν χάνεται έτσι η αλήθεια!
Πέρα απ’ αυτό το κύριο πρόβλημα, υπάρχουν και πάρα πολλοί άλλοι λόγοι και πολλή άγνοια. Πάρα πολλοί πιστεύουν ότι η βυζαντινή ζωγραφική είναι κάτι που η εκκλησία το εφηύρε για να φτιάξει τις εικόνες. Μα δεν είναι έτσι. Όλα τα στοιχεία που συνιστούν τη βυζαντινή τεχνοτροπία προϋπάρχουν σε διάφορα εικαστικά ρεύματα του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Η “ανάστροφη προοπτική”, η απουσία του βάθους, η γραμμικότητα, το πώς πλάθουμε το χρώμα, κλπ.
Η Εκκλησία, προκειμένου να μιλήσει στον κόσμο, δανείστηκε τη γλώσσα που υπήρχε στο περιβάλλον. Και τη χρησιμοποίησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Και μάλιστα προχώρησε ακόμα πιο πολύ, τη λέπτυνε, την προσήρμοσε στις ανάγκες της, κι αυτή η προσαρμογή ήταν διαρκής. Εμείς λοιπόν, αγνοώντας όλα αυτά τα πράγματα, την ιστορική διαδρομή της εικονογραφίας, φτάνουμε να τη θεωρούμε ένα θεόπεμπτο γεγονός, και έτσι αδυνατούμε να έχουμε μία υγιή σχέση μαζί της. Λατρεύουμε πλέον τον τύπο και γινόμαστε και ανιστόρητοι.

Χ.Φ.Ε.: Μετά την τουρκοκρατία η συνέχεια της παράδοσης έσπασε, λόγω ίσως του γενικότερου κλίματος της εποχής για υιοθέτηση κάθε τι “ευρωπαϊκού”. Έτσι κάπου χάθηκε και η βυζαντινή τεχνοτροπία. O Κόντογλου έπαιξε καίριο λόγο στην αναβίωση της εικονογραφικής αυτής παράδοσης. Κατά πόσο παρέμεινε όμως στη στείρα αναβίωση και πόσο συνέβαλε στην εξέλιξη και ανανέωσή της;
Γ. Κόρδης: O Κόντογλου δεν ήταν απλώς ο βασικότερος που συνετέλεσε στην επαναφορά της βυζαντινής παράδοσης. Ήταν ο μόνος σ’ αυτή την ιστορία. Κατανοούσε ορθώς την όλη διαδικασία, και αυτό είναι πράγματι έκπληξη. Όχι μόνο το καταλάβαινε σωστά, αλλά προχωρούσε και στην πράξη. Η δουλειά του ναι μεν είναι καθαρώς βυζαντινή, αλλά είναι προσωπική δουλειά.
Δηλαδή, αν δεις μια εικόνα του λες: «αυτή είναι του Κόντογλου». Την αναγνωρίζεις αμέσως. Είναι ένα έργο προσωπικό και όχι φωτοτυπία κάποιου έργου του παρελθόντος. Πέραν δε τούτου, ο ίδιος ο Κόντογλου καταλάβαινε αυτή την πορεία σε βαθμό που σοκάρει πάρα πολλούς σήμερα. Έλεγε, για παράδειγμα, ότι πρέπει να συνεχίσουμε τη βυζαντινή παράδοση απ’ εκεί που σταμάτησε, δηλαδή από τη μεταβυζαντινή φάση της.
Αυτό δεν είναι σήμερα κατανοητό και μάλιστα κατηγορούν τον Κόντογλου γι’ αυτές τις επιλογές, λέγοντας ότι επέλεξε τις λαϊκότροπες λύσεις που υπήρχαν τότε, περιφρονώντας και μη επιλέγοντας τις λύσεις της εποχής των Παλαιολόγων ή της κρητικής σχολής.
Αλλά ο Κόντογλου, επειδή σκεφτόταν εκκλησιαστικά, καταλάβαινε ότι υπάρχει μια πορεία και μια συνέχεια. Άρα δεν μπορούμε να επιστρέφουμε στο παρελθόν υιοθετώντας και ανασύροντας απ’ αυτό κάποια λύση, γιατί αυτή ξεπεράστηκε. Δηλαδή ο Πανσέληνος ιστορικά ξεπεράστηκε, δεν έμεινε εκεί η Εκκλησία. Προχώρησε, ήρθε στο Θεοφάνη, μετά κι ο Θεοφάνης ξεπεράστηκε και πήγε σ’ άλλους, και ο Κόντογλου πίστευε ότι λογικά, έπρεπε να συνεχίσουμε αυτό το πράγμα.
Διαφορετικά γινόμαστε μουσείο. Χάνεται η ζωντανή παράδοση, που για μας είναι η δημιουργία και η συνεχής εκφορά του ίδιου πράγματος σε συνεχώς καινούρια γλώσσα. Αυτό κάνουμε πάντα στην Εκκλησία. Αυτό χάνεται όμως.

Χ.Φ.Ε.: Μπορούμε να έχουμε εικόνες για εκκλησιαστική χρήση, ζωγραφισμένες με άλλη τεχνοτροπία πχ. αφηρημένη τέχνη; Τέτοιες ριζοσπαστικές κατευθύνσεις μπορούν να γίνουν αποδεκτές και να λειτουργήσουν ως λειτουργική εικόνα;
Γ. Κόρδης: Είναι σχετικό το θέμα. Για παράδειγμα, έχουμε την περίπτωση του Ευαγγελίου. Εξαρχής η εκκλησία έχει την αλήθεια της και την καταγράφει μέσα στο Ευαγγέλιο, η οποία αλήθεια επιτρέπει να μεταφραστεί στη συνέχεια και σε άλλη γλώσσα.
Αν μιλούσαμε σε επίπεδο εικονογραφίας, τηρουμένων των αναλογιών, η εικόνα έχει την αλήθεια ειπωμένη με μία γλώσσα. Η αλήθεια αυτή μπορεί να ειπωθεί και με άλλη γλώσσα. Στην εικόνα πχ. του Χριστού, το στοιχείο που δεν μπορεί ποτέ να αλλάξει είναι η μορφή του Χριστού, για λόγους καθαρά θεολογικούς. Κατά τη δική μας πίστη, η μορφή με την οποία εικονίζεται ο Χριστός είναι η ιστορική μορφή Του, η πραγματική μορφή Του. Δεν είναι δηλαδή αποκύημα φαντασίας κάποιου ή κάποιων ζωγράφων, είναι η πραγματική μορφή Του.
Η ίδια εικόνα, θεωρητικά τουλάχιστον, θα μπορούσε να γίνει με μιαν άλλη τεχνοτροπία. Πχ. να γίνει η εικόνα του Χριστού σε μία αφρικάνικη χώρα, με μία τεχνοτροπία που να έχει δανειστεί στοιχεία από την τέχνη των αφρικανών. Με την προϋπόθεση, όμως, η εικόνα να είναι αμέσως αναγνωρίσιμη. Δηλαδή να την βλέπει κανείς και να λέει: «Αυτός είναι ο Χριστός, αλλά η τεχνοτροπία έχει κάποια στοιχεία από την αφρικανική τέχνη».
Για μας τους Έλληνες είναι αδύνατο όμως να γίνει κάτι τέτοιο. Είναι σαν να λέμε ότι την Κυριακή στην εκκλησία θα αρχίσει ο ιερέας να διαβάζει το Ευαγγέλιο σε μία γλώσσα που δεν την καταλαβαίνει κανένας. Αυτό δεν γίνεται, είναι μη λειτουργικό. Δεν το καταλαβαίνει κανένας και άρα δεν λειτουργεί. Επομένως προς τι, για ποιο λόγο να γίνει αυτή η αλλαγή.
Εάν εσύ προτείνεις μια γλώσσα εικαστική, η οποία δεν έχει καμία σχέση με αυτό που κατανοούν οι πιστοί, αμέσως η εικόνα τίθεται σε αχρηστία. Και δημιουργεί και σκανδαλισμούς... Πολύ περισσότερο όταν έχουμε παρεμβάσεις στην ίδια τη μορφή, κάτι που είναι δογματικά απαράδεκτο. Το τελευταίο που μπορείς να αλλάξεις στην εικονογραφία είναι οι μορφές. Εκεί είναι επιβεβλημένη η στατικότητα, για λόγους καθαρά δογματικούς.
Αν κάναμε τον Χριστό, για παράδειγμα, με πολλές διάφορες μορφές, όπως κάνουν στη δυτική τέχνη, τότε έχουμε ένα πρόσωπο, μία υπόσταση, η οποία έχει όμως πολλές μορφές. Αυτό σημαίνει ότι ή όλες αυτές οι μορφές είναι εικόνες και άρα η υπόσταση αυτή δεν είναι πραγματικός άνθρωπος, που σημαίνει ότι δεν έγινε η ενανθρώπιση πραγματικά και είναι δοκητισμός, ή ότι καμιά από τις μορφές αυτές δεν είναι εικόνα και άρα δεν είναι προσκυνητή.
Γι’ αυτό υπάρχει αυστηρή απαγόρευση αλλοιώσεως των μορφών. Και όταν λέμε ότι οι μορφές είναι αναλλοίωτες, εννοούμε και τις μορφές των αγίων, αλλά τελικά αυτό ισχύει και για τις συνθέσεις γενικότερα. Δεν μπορείς να κάνεις μια Γέννηση δικής σου εμπνεύσεως. Είναι στοιχείο επιβεβλημένα σταθερό, γιατί η μορφή αυτή είναι ταυτόσημη με τη μορφή ενός ιστορικού γεγονότος, άρα δεν επιδέχεται αλλοίωση. Εκεί που μπορεί να επεκταθεί κανένας και να εργαστεί είναι στην τεχνοτροπία και σε καινούρια θέματα.

Χ.Φ.Ε.: Πάνω σ’ αυτό: βλέπουμε στη δυτική ζωγραφική πληθώρα θεμάτων που δεν απαντώνται στη δική μας αγιογραφία. Πχ. ο Χριστός κρούων τη θύρα, ή ο Χριστός που ευλογεί τα παιδιά, κλπ. Αυτό οφείλεται στους δογματικούς αυτούς περιορισμούς ή σε αδυναμία των αγιογράφων;
Γ. Κόρδης: Ένας λόγος είναι ότι οι ναοί ήταν παλιότερα περιορισμένης έκτασης και δε σήκωναν μεγάλο θεματολόγιο, οπότε έβαζαν μόνο τα ουσιαστικά, πχ. τις μεγάλες γιορτές, έστω και κάποιες σκηνές από βίους αγίων. Δεν υπήρχε δηλαδή στην πράξη δυνατότητα να επεκταθεί ο κύκλος αυτός. Μετά, ελάχιστοι άνθρωποι θα ζητήσουν να έχουν στο σπίτι τους μια τέτοια εικόνα. Ζητούν να έχουν τους αγίους για να προσευχηθούν κλπ. Αν όμως υπάρξει ανάγκη, φαντάζομαι θα δημιουργηθεί η ανάλογη εικονογραφία σιγά-σιγά, σε άλλα θέματα: βίους αγίων, θέματα από την Καινή Διαθήκη, την Παλαιά Διαθήκη. Υπάρχουν εκατοντάδες θέματα που δεν έχουν αγιογραφηθεί!

Χ.Φ.Ε.: Να πούμε και για το αντίστροφο, αυτό δηλαδή με το οποίο και ασχολείστε εσείς, δηλαδή τη ζωγραφική μη θρησκευτικών θεμάτων με βυζαντινό τρόπο. Είναι μία άποψη που ξενίζει μερικούς. Υπάρχει ενδιαφέρον του κόσμου για τέτοια έργα;
Γ. Κόρδης: Πρώτα απ’ όλα να το δούμε λίγο ιστορικά. Αυτό είναι μία πολύ μεγάλη παράδοση. Δεν είναι ένας νεωτερισμός. Σ’ όλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου οι βυζαντινοί αυτό κάνανε. Και τα κοσμικά τους θέματα τα δουλεύανε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Βέβαια δεν σώζονται πολλά πράγματα γιατί ήταν δουλειά που γινόταν κυρίως σε κοσμικά κτίρια, και επειδή γκρεμίστηκαν τα περισσότερα έχουμε φιλολογικές βασικά μαρτυρίες.
Τις μόνες εικαστικές μαρτυρίες τις έχουμε κυρίως από τα χειρόγραφα. Εκεί έχουν σωθεί αρκετά πράγματα, που μπορούν να μας βεβαιώσουν ότι με τον ίδιο τρόπο δουλεύανε τα πάντα οι βυζαντινοί. Και αυτήν την παράδοση την έφερε στο προσκήνιο ο Κόντογλου. Πρώτος αυτός δούλεψε μη εκκλησιαστικά θέματα σε πολλές περιπτώσεις.
Έτσι, στην ίδια παράδοση τρόπον τινά εργάζομαι κι εγώ, δουλεύω πολλά μη θρησκευτικά θέματα με τεχνοτροπία ανάλογη. Υπάρχει μία αποδοχή αυτής της δουλειάς από ένα μέρος του κόσμου, κάποιους τους ξενίζει και κάποιους βέβαια τους αφήνει αδιάφορους. Υπάρχει όμως αρκετός κόσμος που ενδιαφέρεται και τους αρέσει.
Oι άνθρωποι που ξενίζονται είναι αυτοί ακριβώς που δεν έχουν γνώση της βυζαντινής παράδοσης της εικονογραφίας και κυρίως της κοσμικής δουλειάς των βυζαντινών. Και είναι κυρίως αυτοί που φορτίζουν επικίνδυνα και μονοδιάστατα, θα έλεγα, την τεχνοτροπία. Δεν μπορούν να κατανοήσουν έτσι πώς είναι δυνατόν να αποδοθεί ένα μη χριστιανικό θέμα με μία τεχνοτροπία που κατά την άποψή τους είναι ιερή.
Αλλά δεν υπάρχει ιερή γλώσσα στην Ορθοδοξία. Με την ίδια γλώσσα γράφτηκε το Ευαγγέλιο, την ίδια γλώσσα χρησιμοποιεί ο άλλος για να βρίζει. Δεν υπάρχει ιερή γλώσσα, και ευτυχώς η ορθόδοξη εκκλησία ποτέ δεν επιχείρησε να κάνει πράγματα που επιχείρησαν οι ρωμαιοκαθολικοί. Να ιεροποιήσουν λ.χ. τη γλώσσα.

agia triada

 

Από τους μεγαλύτερους αγιογράφους στο κόσμο είναι και ο Ρώσος μοναχός Ανδρέας Ρουμπλιόφ. Στα 1515 διακόσμησε τον καθεδρικό ναό της Αναλήψεως του Χριστού στη Μόσχα. Εκατό πενήντα χρόνια αργότερα η σύνοδος των Επτά Κεφαλαίων αναγνωρίζει ειδικά την εικόνα της Αγίας Τριάδος ως υπόδειγμα της αγιογραφίας και όλων των αναπαραστάσεων της Αγίας Τριάδος. Δεν υπάρχει τίποτε παρόμοιο ως προς τη δύναμη της θεολογικής συνθέσεως, το πλούτο του συμβολισμού και την άφθαστη καλλιτεχνική ωραιότητα. Μπορούμε να ξεχωρίσουμε τρία υπερκείμενα επίπεδα.

 

Το πρώτο είναι η ανάμνηση της βιβλικής διηγήσεως για την επίσκεψη των τριών οδοιπόρων στον Αβραάμ (Γεν. ιη'1-15), που την ερμηνεύει το λειτουργικό σχόλιο: «Μακάριε Αβραάμ, την είδες και την δέχθηκες εσύ τη μια και τριαδική Θεότητα». Η απουσία όμως των μορφών του Αβραάμ και της Σάρρας μας καλεί τώρα να εισδύσωμε βαθύτερα, στο δεύτερο επίπεδο, της «θείας οικονομίας». Οι τρεις ουράνιοι οδοιπόροι αποτελούν το «Αιώνιο Συνέδριο» και το τοπίο αλλάσσει σημασία: η σκηνή του Αβραάμ γίνεται ανάκτορο και ναός, η δρυς του Μαβρή το ξύλο της ζωής και ο κόσμος ένα σχηματικό κύπελλο μέσα στη φύση, ανάλαφρο σημείο της παρουσίας της.

 

Το επιτραπέζιο σκεύος με το μοσχάρι το αντικατασταίνει το ποτήριο της ευχαριστίας. Οι τρεις άγγελοι ανάλαφροι και λιγεροί μας παρουσιάζουν σώματα πολύ επιμηκυσμένα. Οι πτέρυγες των αγγέλων, καθώς και ο σχηματικός τρόπος της επεξεργασίας του τοπίου δίδουν την άμεση εντύπωση του άϋλου, της απουσίας κάθε γήϊνου βάρους. Τα τρία πρόσωπα βρίσκονται σε συνομιλία. Το θέμα της θα πρέπει να είναι το κείμενο του Ιωάννη: «Τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός το κόσμο, ώστε έδωσε το μονογενή υιό του». Ο Λόγος όμως του Θεού είναι πάντοτε πράξη: παίρνει τη μορφή του ποτηρίου. Οι άγγελοι ειναι συγκεντρωμένοι γύρω από τη θεία τροφή. Το περιεχόμενο του ποτηρίου είναι ο Αμνός, που μας κάνει να συσχετίσουμε το ουράνιο Δείπνο με τα λόγια της Αποκαλύψεως: «Το αρνίο εσφαγμένον από καταβολής κόσμου». Η αγάπη, η θυσία, ο σφαγιασμός, υπάρχουν πριν από τη δημιουργία του κόσμου, βρίσκονται στην αρχή. Οι τρείς άγγελοι είναι σε ανάπαυση που είναι η υπέρτατη ειρήνη του όντος καθεαυτό. Η ανάπαυση όμως αυτή είναι και «μεθύουσα» μια πραγματική έκσταση, η «έξοδος εις εαυτόν».

 

Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης αποκαλύπτει την έκσταση-μυστήριο: «Το παραδοξότερο από όλα είναι το ότι η στάση και κίνηση είναι το ίδιο πράγμα». Η κίνηση ξεκινά από το αριστερό πόδι του προς τα δεξιά αγγέλου, συνεχίζεται στη κλίση της κεφαλής του, περνά στον άγγελο του κέντρου, παρασύρει χωρίς αντίσταση το κόσμο, το βράχο το δένδρο και εκβάλλει στη κάθετη θέση του προς τα αριστερά αγγέλου, όπου ηρεμεί σαν μέσα σε δοχείο. Παράλληλα με αυτή τη κυκλική κίνηση, που η κατάληξή της ορίζει όλα τα υπόλοιπα, καθώς η αιωνιότητα ορίζει το χρόνο, η κατακόρυφη φορά του ναού και των σκήπτρων δείχνει τη τάση του γήϊνου προς το ουράνιο, όπου η ορμή βρίσκει το τέρμα της. Το όραμα τούτο του Θεού ακτινοβολεί από την υπερβατική αλήθεια του δόγματος. Οι άγγελοι αναδίδουν την ενότητα και ισότητα, η διαφορά τους προέρχεται από τη προσωπική στάση καθενός απέναντι στους άλλους, χωρίς ωστόσο, να υπάρχει ούτε επανάληψη ούτε σύγχυση. Ένας μόνος Θεός και τρία Πρόσωπα ολότελα ίσα, καθώς φανερώνουν τα όμοια σκήπτρα, σύμβολα της βασιλικής εξουσίας με την οποία είναι προικισμένος κάθε άγγελος.

Οι γεωμετρικές μορφές της συνθέσεως είναι το ορθογώνιο, ο σταυρός, το τρίγωνο και ο κύκλος. Δομούν την εικόνα από μέσα και πρέπει να τα ανακαλύψει κανείς. Το ορθογώνιο που βλέπουμε στο κάτω μέρος του τραπεζιού είναι το ιερογλυφικό της γης. Το πάνω μέρος του τραπεζιού είναι επίσης ορθογώνιο, ξαναβρίσκουμε σε αυτό τη σημασία των τεσσάρων μερών του κόσμου, των τεσσάρων σημείων του ορίζοντα, που, κατα τους πατέρες της Εκκλησίας, ήταν ο συμβολικός αριθμός της πληρότητας των τεσσάρων Ευαγγελίων, στην οποία δεν μπορεί κανείς ούτε να προσθέσει ούτε να αφαιρέσει κάτι. Είναι το σύμβολο της καθολικότητας του Λόγου. Το πάνω αυτό μέρος του τραπεζιού - βωμού, παριστάνει την Βίβλο που προσφέρει το ποτήριο, καρπό του Λόγου. Αν προεκτείνουμε τη γραμμή του ξύλου της ζωής (που βρίσκεται πίσω από το κεντρικό άγγελο), θα την δούμε να κατεβαίνει, να διασχίζει το τραπέζι και να βυθίζει τις ρίζες του μέσα στο ορθογώνιο της γης. Το δένδρο εξαγγέλθηκε από το Λόγο και τράφηκε με το περιεχόμενο του ποτηρίου.

 

Έτσι βρίσκουμε την εξήγηση του μυστηρίου του, γιατί το δένδρο έφερε τους καρπούς της αιώνιας ζωής, γιατί ήταν το δένδρο της ζωής. Τα χέρια των αγγέλων συγκλίνουν προς το σημείο της γης, τόπο εφαρμογής της θείας Αγάπης. Ο φωτοστέφανος του Πατρός, το ποτήριο και το σημείο της γης βρίσκονται στην ίδια κάθετη γραμμή, που διαιρεί την εικόνα στα δύο και διασταυρώνεται με τη οριζόντια γραμμή, που ενώνει τους φωτεινούς κύκλους των παράπλευρων αγγέλων, σχηματίζοντας σταυρό. Ο σταυρός έτσι εγγράφεται μέσα στον ιερό κύκλο της θείας ζωής, είναι ο ζωντανός άξονας της τριαδικής αγάπης. «Ο Πατήρ είναι η αγάπη που σταυρώνει, ο Υιός είναι η αγάπη που σταυρώθηκε, το άγιο Πνεύμα είναι ο σταυρός της αγάπης, η ανίκητη δυναμή της.» Ο Υιός και το Πνεύμα είναι τα δυό χέρια του Πατρός. Αν ενώσουμε τα ακραία σημεία του τραπεζιού με το σημείο που βρίσκεται ακριβώς πάνω από τη κεφαλή του κεντρικού αγγέλου, βλέπουμε πως οι άγγελοι είναι τοποθετημένοι ακριβώς σε ένα ισόπλευρο τρίγωνο. Αυτό φανερώνει την ενότητα και τη ταυτότητα της Τριάδος.

 

Τέλος η γραμμή που σύρεται ακολουθώντας τα εξωτερικά περιγράμματα των τριών αγγέλων σχηματίζει ένα τέλειο κύκλο, σημείο της θείας αιωνιότητας. Το κέντρο του κύκλου αυτού είναι στο χέρι του Πατρός, του Παντοκράτορος. Η στάση του Πατρός αναδίδει την ιερατική ειρήνη και ακινησία, το συντελεσμένο, στατική αρχή της αιωνιότητας, ταυτόχρονα όμως, με μια αντίθεση απο τις καταπληκτικότερες, το αυξανόμενο κύμα της κινήσεως του δεξιού βραχίονα, η δυνατή του καμπύλη, που εναρμονίζεται με την δύναμη, με την οποία κλίνει ο λαιμός και η κεφαλή, εκφράζουν τη δυναμική αρχή.

 

Στη συμβολική γλώσσα των γραμμών οι κυρτές καμπύλες σημαίνουν πάντα την έκφραση, την ομιλία, την αποκάλυψη, ενώ αντίθετα οι κοίλες καμπύλες σημαίνουν την υπακοή, τη προσευχή, την αυταπάρνηση, τη δεκτικότητα. Ο Πατήρ είναι στραμμένος προς τον Υιό του. Ο Υιός ακροάζεται, οι πτυχές του ενδύματός του εκφράζουν την υπέρτατη προσοχή, την αυτοεγκατάλειψη. Απαρνείται ο ίδιος τον εαυτό του για να μην είναι άλλο παρά ο Λόγος του Πατρός. Το δεξί του χέρι επαναλαμβάνει τη κίνηση του Πατρός, την ευλογία. Τα δύο δάκτυλα που ξεχωρίζουν πάνω στη λευκότητα της τράπεζας, συμβολίζουν τις δύο φύσεις του Χριστού. Το αφημένο χέρι του δεξιού αγγέλου δείχνει τη κατεύθυνση της ευλογίας, το κόσμο, να σκέπει, να προστατεύει. Η γλυκύτητα των γραμμών έχει κάτι το μητρικό. Είναι η παρηγοριά, ο Παράκλητος, αλλά είναι και το Πνεύμα, το Πνεύμα της Ζωής. Η στάση του είναι διαφορετική των άλλων αγγέλων. Με τη κλίση του βρίσκεται ανάμεσα στο Πατέρα και τον Υιό. Είναι το πνεύμα της κοινωνίας, η κίνηση ξεκινά από αυτόν τον άγγελο. Ο Πατέρας μετακινείται προς τον Υιό, ο Υιός δέχεται τον Πατέρα και ο Λόγος αντηχεί. «Με το άγιο Πνεύμα αναγνωρίζουμε το Χριστό, τον Υιό του Θεού και με τον Υιό θεωρούμε τον Πατέρα». (Αγ. Ιωάννης Δαμασκηνός).

 

Τα χρώματα έχουν τη δική τους γλώσσα. Η πυκνότητα των χρωμάτων της κεντρικής μορφής γίνεται εντονώτερη με την αντίθεση της λευκότητας του τραπεζιού. Το βαθύ πορφυρό (η θεία αγάπη) και το πυκνό γαλάζιο (η ουράνια αλήθεια) με το αστραφτερό χρυσάφι των πτερύγων (η θεία αφθονία) είναι η τέλεια συγχορδία. Το χρυσάφι των θρόνων, που είναι η υπεραφθονία της ζωής του Θεού. Ο Πατήρ, απρόσιτος, στη πυκνότητα των χρωμάτων, αποκαλύπτεται γλυκύτερος, προσιτός μέσα στη φωτεινή νεφέλη του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Από μακρυά δίνει την εντύπωση μιας φλόγας γαλάζιας και κόκκινης. Το χέρι του Πατρός, καθώς απλώνεται πάνω από το ποτήριο, κρατεί την αρχή και το τέλος. Το ποτήριο ακτινοβολεί μέσα στη λαμπρή λευκότητα του Λόγου.

 

Από την εικόνα αναδίδεται ένα ισχυρό κάλεσμα «να γίνουν όλοι ένα... καθώς εμείς ένα είμαστε». Όλοι οι άνθρωποι έχουν κληθεί να ενωθούν γύρω από το ίδιο και μοναδικό ποτήριο, να λάβουν το μεσσιανικό Δείπνο. Η Τριάς υπάρχει, όλοι έχουμε αγαπηθεί, όλα είναι Χάρη.

 

 

Η ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΕ ΑΣΠΡΑ ΜΑΛΛΙΑ ΚΑΙ ΩΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΤΕΧΝΟΤΡΟΠΙΑΣ. ΩΣ ΓΝΩΣΤΟΝ Η ΠΡΩΤΗ ΕΝΤΟΛΗ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΗ ΠΟΙΟΥΜΕ ΕΙΔΩΛΟ ΟΥΤΕ ΟΜΟΙΩΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. Η ΣΩΣΤΗ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΓΙΟΓΡΑΦΗΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΗ, ΠΟΥ ΣΥΓΚΑΤΑΒΑΤΙΚΑ ΠΑΛΙ, Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΣ ΑΠΕΙΚΟΝΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΑΓΓΕΛΟΥΣ. Ο ΥΙΟΣ ΠΟΥ ΣΑΡΚΩΘΗΚΕ ΚΑΙ ΕΛΑΒΕ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΜΟΡΦΗ ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ ΣΤΟ ΠΑΤΕΡΑ. ΓΙ' ΑΥΤΟ Ο ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΠΑΤΕΡΑΣ (ΣΤΟΥΣ ΤΡΟΥΛΟΥΣ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ) ΕΧΕΙ ΜΟΝΟ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΣΑΡΚΩΜΕΝΟΥ ΛΟΓΟΥ. ΚΑΘΩΣ ΟΜΩΣ Η ΔΥΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΟΤΡΟΠΙΑΣ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ ΠΕΡΑΣΕ ΣΤΟ ΛΑΟ, Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΝΑ ΤΗ ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΜΕ ΜΕ ΣΕΒΑΣΜΟ, ΑΛΛΑ ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ ΩΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΟΝΟ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ, ΜΕ ΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΑΓΓΕΛΟΥΣ.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • 5
Prev Next

Νέες βοηθητικές οδηγίες για το πέρασμα του αμ…

MAΘΗΜΑΤΑ

ΝΕΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΠΕΡΑΣΜΑΤΟΣ  ΑΜΠΟΛΙΟΥ Στα προηγούμενα άρθρα ανέφερα ότι το αμπόλι περνιέται αρκετά ....

08-01-2017 Hits:22751

Read more

Νέες καλύτερες συνταγές για το στίλβωμα

MAΘΗΜΑΤΑ

ΝΕΑ ΣΥΝΤΑΓΗ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΛΛΗΜΑ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ Γειά σας άγνωστοι φίλοι μου που ασχολείστε με την αγιογραφία....

05-10-2015 Hits:24559

Read more

ΝΕΕΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΤΙΛΒΩΜΑ

MAΘΗΜΑΤΑ

Αγαπητοί φίλοι Δυστυχώς ο περιορισμένος μου χρόνος δεν μου επέτρεψε να γράψω νωρίτερα κάποιο «μάθη....

05-10-2014 Hits:27692

Read more

ΣΤΙΛΒΩΜΑ ΜΕ ΚΟΚΚΙΝΟ ΑΜΠΟΛΙ, ΖΕΛΑΤΙΝΗ ΚΑΙ ΑΠΙΟ…

MAΘΗΜΑΤΑ

ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΚΑΙ 2Ο ΧΕΡΙ ΚΟΛΛΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΤΙΛΒΩΜΑΤΟΣ     Με αυτήν τη μέθοδο χρειάζετα....

23-04-2013 Hits:29761

Read more

ΣΤΙΛΒΩΜΑ ΜΕ ΚΟΚΚΙΝΟ ΑΜΠΟΛΙ, ΖΕΛΑΤΙΝΗ ΚΑΙ ΑΠΙΟ…

MAΘΗΜΑΤΑ

   Όπως θα έχετε διαπιστώσει οι περισσότεροι, η εκμάθηση της τεχνικής του στιλβωτού χρυσού....

03-02-2013 Hits:49320

Read more

ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ

Πηγή: Λογισμικό "Σήμερα"

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Εργαστήρι Αγιογραφίας - Θωμάς Ράπτης

Άνω Τούμπα, Θεσσαλονίκη

6977423190

thomasraptis

ΣΥΝΔΕΣΕΙΣ